Ομηρική Τροία


 Η  Τροία  των  ανασκαφών και  η «Τροία»  του Όμήρου.
                                                                                           Γράφει  ο  Αδάμης  Ευθύμιος

Για  πολλούς  αιώνες, τη  μοναδική  μαρτυρία  για  την  ύπαρξη  της  ακμαίας  πόλης,  του  Πριάμου, αποτελούσαν  τα  έπη  του  Ομήρου, τα  οποία  ανέφεραν  ότι  η Τροία, υπήρξε  όχι  μόνο  κατά  την  Μυκηναϊκή  περίοδο, αλλά  και  ακόμη  παλαιότερα, (σύμφωνα  με  τους  μύθους).
 Η  θέση  της  πόλεως  κατά  τον  19ο αιώνα  ήταν  δύσκολο  να  προσδιοριστεί  διότι με  το  διάβα  του  χρόνου  δεν   απέμεινε  πλέον  τίποτε  που  να  θυμίζει  την  παρουσία  της  εκεί.
Το  1870  ο  Σλήμαν  με  οδηγό  το  ομηρικό  κείμενο  έκανε  ανασκαφές  στον λόφο  του Hisarlik  και  έφερε  στο  φως  εννέα  επάλληλες  πόλεις  από  τις  οποίες  η  ομηρική  Τροία   είναι  η  έκτη  ή  η έβδομη  πόλη.
Τα  ερείπια, που  τα  ερμήνευσε  ο  Dorpfeld  και  ο  Blegen, έγιναν  οι  επιβλητικοί  μάρτυρες  του  μυθικού σκηνικού  της  ομηρικής  αφήγησης  ανοίγοντας  μια  μεγάλη  συζήτηση   γύρω  από  αυτά  δημιουργώντας, όπως  ήταν  άλλωστε  λογικό,  πολλά  ερωτηματικά  για  την  αυστηρή σχέση  αφήγησης – ευρημάτων .
 Η  περιοχή  της Τροίας  είχε  αναπτύξει πολιτισμό αιώνες  πριν  την κατάληψή της  από  τους  Αχαιούς, η οποία  (άλωση) κατά  τους  αρχαιολόγους  πιθανόν  να  συνέβη κατά  τον 13ο ή  τον 12ο αι (ο Blegen  δέχεται τον 13ο ).
Τα  αλλεπάλληλα  στρώματα  των οικισμών,  που  απεκάλυψε  η  αρχαιολογική  σκαπάνη,  βεβαιώνουν ότι  είχαν κτισθεί  κυριολεκτικά  ο  ένας πάνω  στον άλλο,  εννέα  οικισμοί, στον  ίδιο  χώρο, εκεί  όπου  υπήρξε  η  «Πέργαμος», η  ακρόπολη της  Τροίας .

Οι  πρώτοι   οικισμοί : Τροία Ι, II, III, IV, V (3100π.Χ- 1850π.Χ.)

Η  ιστορία της  πόλεως(Τροία Ι)  ξεκινά από  το τέλος  της  4ης  χιλιετίας  και  αυτός  είναι ο πρώτος οικισμός, ο οποίος θα  επιβιώσει  για  500  έτη. Η  αρχή λοιπόν της  ιστορίας  αρχίζει  περίπου το 3100π.Χ. και αυτός, ο  πρώτος  οικισμός  διαρκεί  μέχρι  το  2600 π.Χ, ενώ  διακρίνονται  άλλες  δέκα  υποφάσεις.
Τα  ευρήματα  δείχνουν  ότι οι  πρώτοι  κάτοικοι  γνώριζαν  το  εμπόριο, την ναυτιλία και  συνεπώς  τις συναλλαγές  με  τις  μακρινές  περιοχές .
Ο οικισμός  θα  καταστραφεί  από  πυρκαγιά  και  στα  ερείπιά  της  ξανακτίζεται  ένα  νέο  μεγάλο και  ισχυρό φρούριο.
Ο  δεύτερος  οικισμός(Τροία ΙΙ) διαρκεί  300 έτη, από  το  2600 - 2300π.Χ.  και  έχει επτά  υποφάσεις  κατοίκησης.
Από τα  ευρήματα  δεν διαπιστώνεται «πολιτιστική  ασυνέχεια» και  αυτό  αποτελεί  την  πιο  ισχυρή  ένδειξη  ότι  ο  πληθυσμός  ήταν  πάντα  ο  ίδιος. Οι  κάτοικοι  ασχολούνται  και  εδώ με  το  εμπόριο, με  την γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, το  κυνήγι  και  με  την  κεραμική. Έχουν  μάλιστα  μια  δική  τους  τεχνοτροπία. Γνωρίζουν  επίσης  τα  μέταλλα, τον  χαλκό, τον  μόλυβδο, όχι  όμως  τον  ορείχαλκο.
Κατά  τις  ανασκαφές σ’ αυτά  τα  στρώματα βρέθηκε  από  τον Σλήμαν ο περιβόητος  «Θησαυρός  του Πριάμου» (χρυσό  και ασήμι) ανάμεσά  τους  ένα  διάδημα  από  16.353  χρυσά  κομμάτια.
Βέβαια  πρέπει να  τονίσουμε  ότι  παρόμοιοι  θησαυροί (της  ίδιας  περιόδου)  βρέθηκαν  και στην  Λήμνο στις  ανασκαφές  της  Πολιόχνης, όπου  ο  πολιτισμός  που  εντοπίστηκε  φέρει  καταπληκτικές  ομοιότητες  με  αυτόν της Τροίας ΙΙ.
Ο  οικισμός  ΙΙ, καταστράφηκε με  βίαιο  τρόπο  και  τα  ίχνη  της  πυρκαγιάς  είναι  εμφανέστατα, ως  πιθανή  αιτία  θεωρήθηκε  ότι  ήταν  επιδρομείς .
Πολλοί  επιστήμονες υποστήριξαν  την  άποψη, ότι  οι  επιδρομείς  ήταν  ένας  λαός  ινδοευρωπαϊκός, οι  Λουβίοι, οι οποίοι  μετανάστευσαν  στην  Μικρά  Ασία  εκείνη  την  περίοδο  το  2300π.Χ.
Ο  τρίτος  οικισμός (Τροία ΙΙΙ) ήταν   ασήμαντος  με  διάρκεια  100 έτη, από  το 2300 – 2200  π.Χ. και  είναι  πολύ  πιθανό  να  τον  δημιούργησαν  όσοι   κάτοικοι  επιβίωσαν της  μεγάλης  καταστροφής(είχε  4  υποφάσεις).
Ο  τέταρτος  οικισμός(Τροία ΙVείχε  διάρκεια  ζωής  200  έτη, από  το 2200 – 2000  π.Χ. ( είχε 5 υποφάσεις)  και  κατά  τις  εκτιμήσεις  των  επιστημόνων  ήταν  ένας  μικρός  οικισμός  με  ελάχιστο  έδαφος.
Ο  πέμπτος  οικισμός (Τροία  V) είχε  διάρκεια  150 ετών, από  το 2000 – 1850 π.Χ (με 4 υποφάσεις) και  φανερώνει  μικρή  πολιτιστική  άνθηση, αφού εντοπίζονται  νέες συνήθειες  στην διαβίωση, υπάρχει  εξέλιξη στην  μεταλλουργία, διότι  κατακτάται  η  χρήση  του ορειχάλκου, επίσης  διαπιστώνεται  άνθηση  στην  αγγειοπλαστική, αλλά  και  στην αρχιτεκτονική, ενώ  στην  περιοχή  της  ακρόπολης  χτίζεται  νέο  τείχος. 
Στο  τέλος  αυτής  της  περιόδου, δίχως  να  υπάρχει  κάποιο  φανερό  αίτιο  της καταστροφής  εμφανίζονται  αλλαγές  που  δηλώνουν  ότι  ήρθε  άλλος  λαός.
Για  χίλια  χρόνια  λοιπόν  η  Τροία  κατοικήθηκε  και  άκμασε  πολιτιστικά  από  τον  ίδιο  λαό, ενώ  από  εδώ  και  στο  εξής  εμφανίζεται  ένας  άλλος  λαός.

Οι δύο  υποψήφιοι  οικισμοί(VI, VII) για  την  Τροία  του  Ομήρου. 

Τροία  VI
Ο έκτος  οικισμός(Τροία VI), διαρκεί  περισσότερο  από 500 έτη, από το 1850 – 1300  π.Χ  και  δεν  έχει  σχέση  με  κανένα  οικισμό  από  το  παρελθόν, ενώ  πολλά φανερώνουν ότι  κατοικείται  από  ένα  νέο  λαό .
Ο αρχαιολόγος Blegen  θεωρεί  ως  μόνη  λογική λογική εξήγηση, για  την  εμφανή  αλλαγή  πολιτισμού,  την  έλευση  ενός  άλλου  λαού.
Εάν μάλιστα  παρακολουθήσουμε  τις  αλλαγές  που εντόπισαν οι αρχαιολόγοι  θα  προβληματιστούμε αρκετά  για  το  ποιοι  ήταν  οι  εισβολείς :
1.      Αρχιτεκτονική. Μνημειώδη  και μεγάλα  τείχη, που  μοιάζουν με  της  Τυρινθας, κτίρια  μεγάλα, καλοσχεδιασμένα  που  φανερώνουν  ένα  τύπο  μεγάρου .
2.      Κεραμική . Εμφάνιση  των  τεφρών, «Μινυακών», αγγείων.
3.      Το  άλογο .( νομάδες)
Πολλοί  ήταν  αυτοί  που  θεωρήσαν ότι  αυτός  ο  λαός  ήταν  ο  ίδιος  με  εκείνον που  κατέκλυσε  την  Ελλάδα, αυτή  την  περίοδο  και  συνεπώς  οι  Τρώες  αυτού του  οικισμού  είναι  ένα  ελληνόφωνο  φύλο.
Ορισμένοι  όπως  ο  Page  επισημαίνουν  ότι  «οι  ιδρυτές  της  Τροίας αυτής  της  περιόδου ήταν  λαός  που  είχε  τις  ίδιες  πολιτιστικές  ρίζες  με  τους  ελληνόγλωσσους  κατακτητες  και  εισβολείς  της  Ελλάδας …. πράγμα  που  μισοσημαίνει  ότι  οι  Τρώες  ήταν  Έλληνες»18
Κάτι  ανάλογο  θα  δηλώσει  και  ο Macqueen  λέγοντας  ότι «ο  Τρωικός  πόλεμος  ήταν  μια  εμφύλια  σύγκρουση»19, ενώ  η  εικόνα  των   σημερινών ανασκαφών  κατά  τις  οποίες  αποκαλύφτηκε  χαμηλότερα  μια  «Κάτω Πόλη» που  πρόσθεσε  μια  έκταση  200.000τ.μ. στον  οικισμό, καθιστώντας  τον  παρόμοιο  με  την ομηρική  περιγραφή  παρουσιάζει  την  Τροία  ως  μεγάλο  αστικό  κέντρο.
Η  μεγαλύτερη όμως  απόδειξη  μιας  βεβαιωμένης  σχέσης  η  οποία  μπορεί  κατά  βάθος  να  είναι  και  φυλετική, την  δηλώνουν  τα  ευρήματα  που  φανερώνουν  ότι   ήδη  από  τον  16ο αι π.Χ. Τρώες  και  Έλληνες  είχαν  ιδιαίτερες  σχέσεις   και  επικοινωνία .
Μάλιστα  η  τελευταία  περίοδος  του οικισμού  από  το 1400 – 1300  π.Χ αποτελεί την δυναμικότερη  μυκηναϊκή  επιρροή  στην  τέχνη   των  Τρώων, αφου  στις  ανασκαφές  βρέθηκαν  επτακόσια  και  παραπάνω  αγγεία, επιταπέζιας  χρήσης,  που  έχουν  σαφώς  μυκηναϊκή  προέλευση .
 Η  συγκεκριμένη  πόλη  με βάση τις  μελέτες των  ερειπίων από  τους  αρχαιολόγους  (Blegen) δεν  καταστράφηκε  από  εχθρική  δράση, αλλά  από  σεισμό, ο  οποίος  μάλιστα  τοποθετείται  χρονικά  περίπου  στο  1300 π.Χ.
Τροία  VII(H Tροία VIIa, είναι  η  ομηρική Τροία;)
Η  νέα  πόλη  που  θα  οικοδομηθεί  απευθείας στα  παλιά  ερείπια, δεν  έχει  ουδεμία  διαφοροποίηση  πολιτιστική  με  τους  προηγουμένους, θα  έχει  διάρκεια  ζωής  150  χρόνια  από  το 1300 - 1150π.Χ  και  αυτή, όπως  πιστεύουν  οι  αρχαιολόγοι, είναι  η πόλη  του  Πριάμου, το  πολυτραγουδισμένο  «Ίλιον»  του  Ομήρου.
Ο  οικισμός  της  «Κάτω  Πόλης» σε  συνδυασμό  με  τον  υπόλοιπο  χώρο  της  ακρόπολης  δημιουργούν  το 1200 π.Χ μια  έκταση  οικισμού  δεκαπλάσια  απ'  όση  υπολογίζαν οι αρχαιολόγοι μέχρι σήμερα, χώρος ικανός να χωρέσει τo στρατό  των  Συμμάχων  και  των Τρώων  που  κατέλυε  εκεί,  όπως  μνημονεύει  ο  Όμηρος.
«Τα  ίχνη  της  ερήμωσης ήταν  αναμφίβολα  ορατά  παντού  και πρέπει ν' αποτέλεσαν   ένα  μεγαλόπρεπο  σκηνικό,  για  τον  ποιητή  Όμηρο….»20 υποστηρίζει  ο  Manfred  Korfman  τονίζοντας  πως  οι  περιγραφές  της  Ιλιάδας  στις  ραψωδίες  Γ, Ζ και Χ ανταποκρίνονται  στην  εικόνα   που  αποκαλύπτουν  οι  ανασκαφές .
Τα  ευρήματα   που συνδέουν  τον  συγκεκριμένο  οικισμό με  την  ομηρική  αφήγηση  είναι πολλά  :  η θέση  της  πόλης πάνω  στον  λόφο  με  προέκταση  χαμηλότερα, τα  επιβλητικά  τείχη, οι  πύργοι  παρατήρησης, τα  ευπρόσβλητα  μέρη, η  τάφρος, η  προετοιμασία  για  την  πολιορκία,  η  βίαια  καταστροφή  της, η  πυρκαγιά  που ακολούθησε, οι  σκελετοί  που  βρέθηκαν στα  ερείπιά  της … όλα  μαζί  συνάδουν   στην  ταύτιση  της  ανασκαμμένης  Τροίας  με  την  ομηρική  πόλη.
Εκείνο  όμως  που  συντείνει  στην αποδοχή  του  συγκεκριμένου  οικισμού ( ως  Ίλιον  του  Ομήρου) είναι και  ένα  άλλο  γεγονός,  ότι  οι  επόμενοι  κάτοικοι  που  οίκησαν  εκεί, δεν  είναι  ούτε  Έλληνες  αλλά  ούτε  Τρώες (ίσως  Φρύγες).

Οι επόμενοι  δύο  οικισμοί(Τροία  VIII  και ΙΧ) δεν  παρουσιάζουν  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον. Το 700 π.Χ. αιώνες  μετά,  Έλληνες  άποικοι  από  την  Λέσβο, θα  χτίσουν  το  «Νέο  Ίλιον»(8η Τροία) το  οποίο  θα  υπάρχει  μέχρι  το  334 π.Χ. όταν  ο  Αλέξανδρος  θα  θελήσει  να  δημιουργήσει  μια  πόλη  ανανεωμένη  με  καινούρια  κτίρια  την 9η Τροία ( ΙΧ ).

Τα  αποτελέσματα  από  τις τελευταίες  ανασκαφικές  έρευνες  συμπλήρωσαν  το  σκηνικό  της  ομηρικής  Τροίας.
Κατά  τις  ανασκαφές  του  1998 – 2000 ανακαλύφτηκαν  έξω  από  τα  τείχη  και  οι  πηγές,  τις  οποίες  μνημονεύει  ο  Όμηρος  στην  καταδίωξη  του  Έκτορα  από  τον  Αχιλλέα, λέγοντας  ότι  ήταν  λαξευμένες  για  να  χρησιμοποιούνται  και  για  πλυσταριό, αφού  η  μία  έβγαζε  ζεστό  και  η  άλλη  κρύο  νερό, ενώ  κοντά  στην  παραλία  ανακαλύφτηκε  ένα  μυκηναϊκό νεκροταφείο, υποδεικνύοντας  έμμεσα  πως  εκεί  πιθανόν  να  υπήρξε  το  περιβόητο  στρατόπεδο  των  Ελλήνων .
Εκείνο  όμως  που  προκάλεσε την  μεγαλύτερη  έκπληξη  των  αρχαιολόγων  κατά  τις  ανασκαφές, είναι  η  έλλειψη  τεκμηρίων  που  ν’  αποδεικνύουν  ότι  η  πόλη  της  Τροίας   ανέπτυξε  σχέσεις  με  τους  Χετταίους .
Ενώ  η πόλη  βρίσκεται  στην Ασία  και  δίπλα  της  ακμάζει  μια  από  τις  ισχυρότερες  αυτοκρατορίες, (Χετταίοι), με  την  οποία  θα  ήταν  συμφέρον  της  να  έχει στενές  εμπορικές  και  πολιτικές  σχέσεις, εντούτοις  ακόμη  και  παρά  την   πεποίθηση  των  αρχαιολόγων  ότι  θα  έβρισκαν  αντικείμενα  που  να  την συνδέουν  με  τους  Χετταίους,  ή  που  να  αποδεικνύουν  τις  σχέσεις  μαζί  τους, συνέβη  το  αντίθετο,  αφού  όπως  δήλωσαν  οι  ανασκαφείς «από τον  πελώριο  όγκο  των  αγγείων  που  ανακαλύφτηκαν  δεν  υπάρχει  καν  ένα  όστρακο  που  να  μπορεί  ν’ αναγνωρισθεί  σαν  χεττιτικό…» .
Το  μόνο  «χιτιτικό»  εύρημα  ήταν  μια  σφραγίδα  που  βρέθηκε  πρόσφατα  και έφερε   γραπτώς  κάποια  ονόματα  στην γλώσσα  των  Λουβίων.
Συνεπώς  στην  περίπτωση  των  ευρημάτων  υπάρχει  μια  απίστευτη  σύμπτωση στο ζήτημα των Χετταίων («συμφωνία»)  προς  τον  Όμηρο, όταν  και  εκείνος  πουθενά  στην  Ιλιάδα  δεν τους  μνημονεύει !
Η  περιήγηση  στις  φιλολογικές  πηγές  και  στα  ευρήματα  αποδεικνύει  ότι  οι  Τρώες   και η  πόλη  τους  μπορούν  να  τοποθετηθούν  στον  χώρο  της  Μικράς  Ασίας  που  μας  υποδεικνύει  η αρχαιολογική έρευνα .
Οι  ανασκαφές και  τα  ευρήματα  που  ήρθαν  στο  φως  αποδεικνύουν  ότι  στο  συγκεκριμένο  χώρο  της  Μικράς  Ασίας,  όπου  ο  Όμηρος  τοποθέτησε  την  ισχυρή  πόλη  της  Τροίας  και  κατά  τους  ιστορικούς  χρόνους  υπήρξε  μια  πόλη  που  συντηρούσε  την  ονομασία  αυτή, βρέθηκαν  τεκμήρια (οικισμός, τείχη, κεραμική) που  επιβεβαιώνουν  την  ύπαρξη  μια  πανάρχαιας  ισχυρής  πόλης, η οποία  ήταν  ακμάζουσα  κατά  την  εποχή  που  ο  ποιητής  αναφέρει  ότι  έγινε  ο τρωικός  πόλεμος (εποχή  του Χαλκού) και  μάλιστα  είχε  διαπιστωμένα  σχέσεις  με  τους  Έλληνες  Μυκηναίους(επίσκεψη Πάρη) .
Από  όλα  τα  ευρήματα  που  ήρθαν  στο  φως  δεν  βρέθηκε  ούτε  ένα  όστρακο  που  να  πιστοποιεί  το  όνομά της, ούτε  επιγραφές  σ’ οποιαδήποτε  γλώσσα  που  να  την  συνδέουν  άμεσα  με  τις  αναφορές  της  φιλολογικής  παράδοσης .
Η  θέση  της  όμως, σ’  αυτόν τον  χώρο  που  τον  προσδιορίζει  γεωγραφικά  και  ο  Όμηρος,  κοντά  στον  Ελλήσποντο, στην  συμβολή  των  δύο  ποταμών  (Ξάνθου  - Σιμόεντα), τα  πλούσια  ευρήματα  που  πιστοποιούν  το  παρελθόν, τον  πολιτισμό  και  τις  σχέσεις  της  συγκεκριμένης  πόλης  με  τον  υπόλοιπο  κόσμο,  αλλά  και  η  ερμηνεία  των  ευρημάτων  από  σπουδαίους  επιστήμονες  της  αρχαιολογίας  σε  σχέση  με  την  φιλολογική  παράδοση, δεν  αφήνουν  περιθώρια  ν’ αρνηθούμε  την  ταυτότητά  της .     




18 Page «Ιλιάς  και  Ιστορία»  σελ 67 
19 Macqueen «The Hitites»  σελ 33
20 Καθημερινή «Επτά  Ημέρες» έκδοση 31/03/2002, αφιέρωμα  στον  Όμηρο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.